Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ο καθένας γιά

  • 1 Ο καθένας για λόγου του κι ο θεός για όλους

    Каждый сам для себя, а бог для всех
    Источник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο καθένας για λόγου του κι ο θεός για όλους

  • 2 λογαριασμός

    ο
    1) счёт; подсчёт, вычисление; 2) калькуляция;

    κρατώ (τό) λογαριασμόςό — вести бухгалтерские книги;

    κάνω λογαριασμόςό — а) подсчитать; — б) подать счёт;

    3) финансовый отчёт;
    4) фин. торг, счёт;

    ανοικτός λογαριασμός — открытый счёт;

    βιβλίο γιά λογαριασμόςούς — бухг, расчётная книжка;

    τρεχούμενος λογαριασμός — текущий счёт;

    σύμφωνα με το λογαριασμόςό — по счёту;

    5) перен. расчёт, намерение;

    όλοι μου οι λογαριασμόςοί ανετράπησαν — все мой расчёты лопнули;

    § δίνω λογαριασμόςό — давать отчёт, отчитываться;

    έχω λογαριασμόςούς μ'αύτόν — у мена с ним свои счёты;

    μπαίνω σε λογαριασμόςό — входить в колею;

    χάνο τον λογαριασμόςό — а) запутываться в расчётах; — б) быть в замешательстве, выходить из колей;

    αυτό είναι δικός μου λογαριασμός — это моё дело;

    δεν βρίσκω λογαριασμόςό — я запутался;

    δεν έρχομαι σε λογαριασμόςό — быть несговорчивым;

    κανονίζω τούς λογαριασμόςούς — сводить счёты;

    παίρνω σε λογαριασμόςό μου — принимать на свой счёт;

    γιά λογαριασμόςό μου — а) на мой счёт, за мой счёт; — б) за меня;

    (ανα)γράφω στο λογαριασμόςό του — записать на его счёт;

    εξοφλώ λογαριασμόςό — заплатить по счёту, рассчитаться;

    ο καθένας γιά λογαριασμόςό του — каждый на свой страх и

    риск;

    οι καλοί λογαριασμόςοί κάνουν τούς καλούς φίλους — посл, счёт дружбы не портит;

    κάνει το λογαριασμόςό (του) χωρίς τον ξενοδόχο — погов, а) рассчитать без хозяина; — г без меня меня женили; — б) просчитаться, недооценить трудностей

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λογαριασμός

  • 3 γούστο

    τό
    1) прям., перен. вкус;

    ντύνομαι με γούστο — одеваться со вкусом, красиво;

    έχω καλό (κακό) γούστο — иметь хороший (плохой) вкус;

    2) удовольствие, веселье, хорошее настроение;

    κάνω γούστοнаслаждаться (чём-л.), находить удовольствие (в чём-л.);

    3) прихоть, каприз, причуда;

    του κάνει όλα τα γούστα — онв исполняет все его капризы; — она.потакает ему во всём;

    τό κάνω έτσι γιά ( — или γιά ένα) γούστο — делать что-л, для своего собственного удовольствия, из прихоти;

    § δεν ειναι τού γούστου μου — или δεν το κάνω γούστο — это мне не нравится; — это не в моём вкусе;

    ειναι ζήτημα γούστου — Зто дело вкуса;

    έχει γούστο να... ирон. — было бы забавно..., было

    бы здорово...;

    έχει πολύ γούστο αυτό το μωρό — это прелестный ребёнок;

    ο καθένας με τα γοδστα του погов, на вкус и на цвет товарища нет

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γούστο

  • 4 πού

    1. επίρρ.
    1) где; где-то;

    εκεί πού συμφωνήσαμε — там, где мы условились;

    εκεί πού πλησίον — там где-то рядом;

    2) туда;

    εκεί πού πάνε όλοι — туда, куда все идут;

    2. σύνδ.
    1) что; так что;

    χαίρω πολύ πού... — я очень рад,' что...;

    σε καταλάβανε πού τούς περιπαίζεις — они поняли, что ты насмехаешься над ними;

    τον είδα πού πήρε την ομπρέλλα σου — я видел, что он взял твой зонтик;

    λέει πού είναι άρρωστος — он говорит, что он болен;

    κλαίει και δέρνεται πού σού ξεσκίζει την καρδιά — она плачет и убивается так, что сердце разрывается;

    2) во время, в течение;

    εκεί πού τρώγαμε — во время еды;

    3) когда, как;

    είναι πέντε χρόνια πού... — прошло пять лет, как...;

    1) как...!, что за...!, какой же...!;

    όμορφη πού είναι η θάλασσα — как красиво море!;

    τί καλά πού είναι! — как хорошо!;

    τί όμορφα πού είναι! — ну что за красота!;

    τί ψεύτης πού είναι! — какой же он лгун!;

    ώρα πού βρήκε να μας επισκεφθεί! — нашёл же время прийти (к нам)!;

    2) (для выражения пожелания, проклятия) чтобы, чтоб;
    пусть;

    πού να σε πάρει ο διάβολος! — чтоб тебя чёрт побрал!;

    4. αντων. άκλ. который, кто, что;

    να αυτός πού... — вот тот, который..., (ο) καθένας πού... — каждый., кто...;

    χαρά πού δεν περιγράφεται — радость, которая не поддаётся описанию;

    § πού λες — а) но вот..., и вот...; — б) к слову сказать, к вашему (к твоему) сведению;

    έτσι πού — так что; — так чтобы

    πού2/2
    επίρρ.
    1) (при обознач, места) где?, куда?;

    πού2/2 πηγαίνεις; — куда ты идёшь?;

    πού2/2 ήσουν; — где ты был?;

    2) (при обознач, образа действия) как?; каким образом?;

    πού2/2 τό ξέρεις; — откуда ты это знаешь?;

    3):

    από πού2/2; — откуда же?;

    από πού2/2 χρήματα; — откуда же у тебя деньги?;

    4) (для выражения сомнения в чём-л., полной невозможности чего-л.):

    πού2/2 λεφτά γιά τέτιες δουλειές; — да откуда же взять денег на это дело?;

    πού2/2 να τον δεις; — да где же ты его увидишь?, его невозможно увидеть;

    5) (для выражения крайнего удивления):

    πού2/2 τάμαθες αυτά τα βρωμόλογα; — от кого ты узнал эти скверные слова?!;

    πού2/2 τα πουλάς αυτά τα ψέματα; — кому ты лжёшь, мне?!;

    πού2/2 τό κατάλαβες; — как это ты догадался!?;

    πού2/2 να ξέρεις τί σού μαγειρεύω! — если бы ты знал, что я тебе готовлю!;

    § πού2/2 να σού ( — или σας) τα λέω — это долго рассказывать;

    από πού2/2 κι' ως πού2/2; — с какой стати?; — откуда вдруг...?, каким образом...? (при опровержении);

    αριά και πού2/2 — или πού2/2 καί πού2/2 — а) изредка, иногда, временами; — б) кое-где

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πού

См. также в других словарях:

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • ληστεία — Η ένοπλη επιβουλή εναντίον προσώπων και πραγμάτων από άτομα οργανωμένα σε συμμορίες υπό την ηγεσία ενός αρχηγού. Η λέξη λ. χαρακτηρίζει γενικά τη δράση που λαμβάνει χώρα στην ξηρά και διακρίνεται από την ανάλογη δράση στη θάλασσα, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • Τσόσερ, Τζέφρι — (Chaucer, περ. Λονδίνο 1340 – περ. 1400). Άγγλος ποιητής. Από οικογένεια της εμπορικής αστικής τάξης μπήκε νεότατος στο αυλικό περιβάλον και έλαβε μέρος δύο φορές (1359 και 1369) σε πολεμικές εκστρατείες στη Γαλλία. Ολόκληρη τη ζωή του εργάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • περιηγητής — Αυτός που ταξιδεύει με σκοπό την ψυχαγωγία ή τη μόρφωση. Η τάση για περιήγηση χρονολογείται από την αρχαιότητα και κυρίως από τότε που τα ταξίδια έπαυσαν να είναι πολύ επικίνδυνα. Τον 6o αι. π.Χ. αναφέρονται πολλά ονόματα ελλήνων περιηγητών, που… …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

  • ραβδούχος — Για τους αρχαίους Έλληνες ρ. ήταν αυτός που κρατούσε τη ράβδο ως ένδειξη αξιώματος, δηλαδή ως κριτής ή ένας από τους πέντε, που επέβλεπαν την τήρηση της τάξης στο θέατρο καθώς και στους αγώνες. Οι «αλύται» της Ολυμπίας ονομάζονταν ρ. (Θουκ. 5,… …   Dictionary of Greek

  • κλιτός — Καθένας από τους τρεις ή πέντε διαδρόμους στους οποίους διαιρούνται με ενδιάμεσες κιονοστοιχίες οι παλιοί χριστιανικοί ναοί και ιδιαίτερα οι βασιλικές. Με τον όρο αυτό, εξάλλου, χαρακτηρίζεται στην τοπογραφία η κλίση τμήματος εδάφους. * * * ή, ό… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»